- αμπελοκαλλιεργητής
- οαυτός που καλλιεργεί αμπέλια: Αμπελοκαλλιεργητές υπάρχουν σ' όλη την Ελλάδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμπελοκαλλιεργητής — ο [αμπελοκαλλιέργεια] καλλιεργητής αμπελιών … Dictionary of Greek
αμπελουργός — ο (Α ἀμπελουργός) καλλιεργητής αμπέλου, αμπελοκαλλιεργητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος. ΠΑΡ. αμπελουργία, αμπελουργικός, αμπελουργώ αρχ. ἀμπελουργεῖον, ἀμπελούργημα νεοελλ. αμπελουργικώς] … Dictionary of Greek
αμπελοκόμος — ο ο αμπελοκαλλιεργητής (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμπελουργός — ο 1. ο αμπελοκαλλιεργητής (βλ. λ.). 2. αυτός που σπούδασε ειδικά αμπελουργία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)